- μνασιδωρώ
- μνασιδωρῶ, -έω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μνησιδωρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνησιδωρώ — μνησιδωρῶ, και δωρ. τ. μνασιδωρῶ, έω (Α) προσφέρω δημόσιες ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) + δωρῶ (< δωρος < δῶρον), πρβλ. φιλο δωρώ] … Dictionary of Greek